- μαντιάρχης
- μαντῐ-άρχης, ου, ὁ, in Cyprus,A president of a college of μάντεις, LW2795:—also [suff] μαντῐ-αρχος, ὁ, Myres Cesnola Collection 1909.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαντιάρχης — και μαντίαρχος, ὁ (Α) (στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + άρχης / αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
μαντιάρχην — μαντιάρχης president of a college of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
μαντίαρχος — μαντίαρχος, ὁ (Α) βλ. μαντιάρχης … Dictionary of Greek